αστρονομικές εφημερίδες

αστρονομικές εφημερίδες
Κατάλογοι η πίνακες που δίνουν κατά ημερολογιακή σειρά διάφορα στοιχεία που αναφέρονται κυρίως στις θέσεις των ουράνιων σωμάτων (αστέρες, Ήλιος, Σελήνη, πλανήτες κλπ.). Οι α.ε. περιέχουν επίσης όλα τα χρήσιμα και αναγκαία στοιχεία για την εκτέλεση αστρονομικών παρατηρήσεων, για τον υπολογισμό και την αναγωγή τους, καθώς και όλα τα στοιχεία για τα αστρονομικά φαινόμενα που εξαρτώνται από τον χρόνο. Τα στοιχεία δίνονται σε μέσο χρόνο Γκρίνουιτς και σε μικρά ίσα χρονικά διαστήματα για την ευχέρεια των υπολογισμών. Α.ε. για τους αστρονόμους και προπαντός για τους ναυτιλλομένους εκδίδουν σχεδόν όλα τα αστεροσκοπεία του κόσμου. Στην Ελλάδα α.ε. εκδίδει κάθε χρόνο το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • Χάνσεν, Πέτερ - Αντρέας — (Hansen, 1795 – 1874). Δανός αστρονόμος. Αρχικά ασχολήθηκε με την ωρολογοποιία. Το 1820 προσλήφθηκε από τον Σουμάχερ ως βοηθός στις γεωδαιτικές του εργασίες στη Δανία και έπειτα στο νέο αστεροσκοπείο του στην Αλτόνα. Από εκεί κλήθηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • χρονογράφος — ο 1. αυτός που γράφει χρονικά. 2. αυτός που γράφει χρονογραφήματα στις εφημερίδες. 3. στην αστρονομία, όργανο μέτρησης του χρόνου κατά τις αστρονομικές παρατηρήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”